ἀνεπιθύμητος

ἀνεπιθύμητος
ἀν-επι-θύμητος, nicht begehrend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανεπιθύμητος — η, ο (Α ἀνεπιθύμητος, ον) νεοελλ. 1. ο μη επιθυμητός, ο δυσάρεστος 2. αυτός που δεν προκαλεί ερωτική επιθυμία 3. «ανεπιθύμητος» ή «πρόσωπο ανεπιθύμητο» (λατ. persona non grata) αντιπρόσωπος διπλωματικός*, ο οποίος καλείται να εγκαταλείψει τη χώρα …   Dictionary of Greek

  • ανεπιθύμητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι επιθυμητός: Κατάλαβε ότι ήταν πια ανεπιθύμητος στη συντροφιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεπιθύμητος — ἀνεπιθύ̱μητος , ἀνεπιθύμητος without desire masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιθυμήτως — ἀνεπιθῡμήτως , ἀνεπιθύμητος without desire adverbial ἀνεπιθῡμήτως , ἀνεπιθύμητος without desire masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιθύμητον — ἀνεπιθύ̱μητον , ἀνεπιθύμητος without desire masc/fem acc sg ἀνεπιθύ̱μητον , ἀνεπιθύμητος without desire neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγύρευτος — η, ο [γυρεύω] 1. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν ζητιέται ή δεν ζητήθηκε, απούλητος, ανεπιθύμητος 2. αυτός για τον οποίο δεν φρόντισε κανείς, ο παραμελημένος 3. αυτός που, αν και συχνά μάς είναι αναγκαίος (γιατρός, ιερέας, φάρμακα κ.ά.),… …   Dictionary of Greek

  • ανεθέλητος — η, ο (Α ἀνεθέλητος, ον) 1. ανεπιθύμητος, απευκταίος 2. στερούμενος βούλησης, άβουλος, άγνωμος …   Dictionary of Greek

  • ανόρεκτος — κ. ανόρεχτος, η, ο (Α ἀνόρεκτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει όρεξη για φαγητό 2. απρόθυμος, κακόκεφος, κακοδιάθετος νεοελλ. (Σημειολ.) αυτός που πάσχει από ανορεξία αρχ. (με παθ. σημ.) ανεπιθύμητος …   Dictionary of Greek

  • απευκταίος — α, ο (AM ἀπευκταῑος, α, ον) [απεύχομαι] αυτός που ο καθένας απεύχεται, δεν θέλει να γίνει, ανεπιθύμητος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το απευκταίο(ν) 1. το δυστύχημα 2. ο θάνατος …   Dictionary of Greek

  • αποδιοπομπαίος — α, ο φρ. «αποδιοπομπαίος τράγος» 1. αυτός που αποδιώκεται από τους συνανθρώπους του ως ανεπιθύμητος 2. άτομο στο οποίο επιρρίπτονται οι ευθύνες των άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. «αποδιοπομπούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • απρόσδεκτος — ἀπρόσδεκτος, ον [προσδέχομαι] 1. ο ανεπιθύμητος 2. ο απαράδεκτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”